- συναγανάκτησις
- -ήσεως, ἡ, Α [συναγασυναγανάκτησις νακτῶ]από κοινού αγανάκτηση, οργή, δυσαρέσκεια («βοηθείας... οἰόμεθα δεῑν οὐκ ἄνευ τῆς ὑμετέρας συναγανακτήσεως τυχεῑν», Διον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναγανάκτησις — common anger fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγανακτήσει — συναγανάκτησις common anger fem nom/voc/acc dual (attic epic) συναγανακτήσεϊ , συναγανάκτησις common anger fem dat sg (epic) συναγανάκτησις common anger fem dat sg (attic ionic) συναγανακτέω to be vexed along with aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγανακτήσεως — συναγανακτήσεω̆ς , συναγανάκτησις common anger fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)